- τεταραγμενως
- τεταραγμένωςτετᾰραγμένως[ταράσσω] в беспорядке, беспорядочно Isocr., Plat., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεταραγμένως — ΜΑ επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῑσθαι», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος τού ταράσσω] … Dictionary of Greek
τεταραγμένως — ταράσσω stir perf part mp masc acc pl (doric) τεταραγμένως confusedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροβητός — ή, όν, Α [στροβῶ] στριμμένος, στριφτός. επίρρ... στροβητῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως « … Dictionary of Greek